- ναυτικως
- ναυτικῶςпо-мореплавательски
ν. δανείζειν Diog.L. — давать ссуду под залог судна или груза
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ν. δανείζειν Diog.L. — давать ссуду под залог судна или груза
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ναυτικῶς — ναυτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek